Χριστιανός

Χριστιανός
Χριστιανός, οῦ, ὁ (formed like Ἡρῳδιανοί [q.v.] or Καισαριανοί Epict. 1, 19, 19; s. TMommsen, Her 34, 1899, 151f; Dssm., LO 323 [LAE 377]; Hahn 263, 9; B-D-F §5, 2. On the Pompeian ins CIL IV 679, the reading of which is quite uncertain, s. VSchultze, ZKG 5, 1881, 125ff. On the spelling Χρηστιανός Ac 11:26; 26:28; 1 Pt 4:16 [all v.l.]; AcPl Ha 9, 19 [cp. Just., A I, 4, 5]; s. FBlass, Her 30, 1895, 465ff; Harnack, SBBerlAk 1915, 762; B-D-F §24; Mlt-H. 72) one who is associated w. Christ, Christ-partisan, Christian (so also Lucian, Alex. 25; 38, M. Peregr. 11; 12; 13; 16; Tacitus, Ann. 15, 44; Suetonius, Nero 16; Pliny the Younger, Ep. 10, 96, 1; 2; 3 al., also in Trajan’s reply; ApcSed prol.; Ar., Just., Ath.; s. Hemer, Acts 177) Ac 11:26; 26:28; 1 Pt 4:16 (JKnox, JBL 72, ’53, 187–89); IEph 11:2; IMg 4; IRo 3:2; IPol 7:3; MPol 3; 10:1; 12:1, 2; D 12:4; PtK 2 p. 15, 8; τῶν Χρ. Dg 1:1. Without the art. 2:6, 10; 4:6; 5:1; 6:1–9. πολλοὺς Χρ. ActPl Ha 9, 19.—As an adj. χριστιανός, ή, όν: ἡ χριστιανὴ τροφή ITr 6:1.—For inscriptions s. esp. EGibson, The ‘Christians for Christians’ Inscriptions from Phrygia ’78; New Docs 128–39.—RLipsius, Über den Ursprung u. ältesten Gebr. des Christennamens, Prog. Jena 1873; Zahn, Einl. II3 41ff; FKattenbusch, Das apostol. Symbol II 1900, 557ff; JDaniels, De Naam ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ: De Studiën 76, 1907, 568–80; JLeCoultre, De l’étymologie du mot ‘Chrétien’: RTP 40, 1907, 188–96; AGercke, Der Christenname ein Scheltname: Festschr. z. Jahrhundertfeier d. Univers. Breslau 1911, 360ff; Harnack, Mission I4 1923, 424ff; EPeterson, Christianus: Miscellanea Giov. Mercati I ’46, 355–72; EBickerman, HTR 42, ’49, 109–24; JMoreau, La Nouvelle Clio 4, ’50, 190–92; HMattingly, JTS 9, ’58, 26–37 (cp. the term Augustiani); CSpicq, StTh 15, ’61, 68–78 (cp. the adj. Ciceronianus=of or belonging to Cicero: Sen., Con. 7, 2, 12).—DELG s.v. χρίω. M-M. EDNT. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χριστιανός — Christian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανός — ή, ό 1. αυτός που πιστεύει στο Χριστό, ο οπαδός του Χριστού και της διδασκαλίας του: Είναι χριστιανός ορθόδοξος. 2. φρ., «Tι θέλει αυτός ο χριστιανός;», δυσφορία για πρόσωπο που έχει καταντήσει ενοχλητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χριστιανός — Χριστιᾱνός , Χριστιανός Christian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάουγκβιτς, Χριστιανός - Αύγουστος - Ερρίκος - Κουρτ — (Haugwitz, 1752 – 1831). Πρώσος πολιτικός. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών (1792) και πρωθυπουργός (1794). Διαπραγματεύτηκε με τη Ρωσία και την Αυστρία τη δεύτερη διανομή της Πολωνίας (1793) και με τη Γαλλία υπέγραψε τη συνθήκη της Βασιλείας (1794) …   Dictionary of Greek

  • ομολογητής — Χριστιανός, που εξαιτίας της ομολογίας της χριστιανικής του πίστης διώχτηκε και βασανίστηκε αλλά, παρά το γεγονός αυτό, κατόρθωσε τελικά να επιζήσει. Η εκκλησία, εκτός από τους μάρτυρες που πέθαναν από τους διωγμούς και τα βασανιστήρια, τιμά και… …   Dictionary of Greek

  • Αβήπας ή Αβίπας — Χριστιανός μάρτυρας. Μαρτύρησε μαζί με άλλους 26 στην Κονστάντσα της Ρουμανίας τον 4ο αι. μ.Χ., όταν o Γότθος βασιλιάς Ιουγγουρίχος, φανατικός ειδωλολάτρης και κύριος της περιοχής, διέταξε να βάλουν φωτιά και να κάψουν τον ναό, στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανοῖς — χριστιανός Christian masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανοῖσιν — χριστιανός Christian masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανοί — χριστιανός Christian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανοῦ — χριστιανός Christian masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”